- ωκύαλος
- ο / ὠκύαλος, -ον, ΝΑνεοελλ.ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους αραχνιδίωναρχ.1. ταχύπλοος («ὠκυάλων νεῶν», Σοφ.)2. ορμητικός, σφοδρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι παράγωγο τού επιθ. ὠκύς «γρήγορος» με κατάλ. -αλος (πρβλ. ὁμ-αλός) και αναβιβασμό τού τόνου, ενώ, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, είναι σύνθ. < ὠκύς + ἅλλομαι «σκιρτώ, αναπηδώ» ή ἅλς «Θάλασσα» (πρβλ. Ἀμφί-αλος). Η λ. μαρτυρείται πιθ. στο μυκην. ανθρωπωνύμιο okunawo. Ως όρος τής νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocyalus].
Dictionary of Greek. 2013.